fairyland of nimbus

Πώς πάνε για την πόλη του πουθενά?

Τετάρτη, Μαΐου 10, 2006

...αχ να'ξερα σύννεφα που πάτε...


…εκεί που η θάλασσα φίλησε την στεριά...
... εκεί που η άνοιξη υποδέχτηκε το καλοκαίρι,
ξύπνησε το σύννεφο τής σιωπής και ταξίδεψε στο φώς του ήλιου...
Ένα σύννεφο μικρό, ατίθασο και διαφορετικό.
Είχε το σχήμα της θάλασσας και το χρώμα της σιωπής.
Το χαμόγελο της αυγής είχε, την πνοή της βροχής... και μια απρόσμενη λαχτάρα, να αρμενίσει στα ταξίδια της ψυχής...
Το σύννεφο αυτό, προερχόταν από μια μεγάλη οικογένεια του ουρανού, που τηρούσε τις υποσχέσεις που έδινε στον Θεό και στους ανθρώπους. Μια μεγάλη οικογένεια από σύννεφα πολλά, τα οποία εκπλήρωναν της φύσης τα καμώματα. Μια αχόρταγη φύση, που ολοένα ζήταγε κι ολοένα έδινε από τις αστείρευτες φυλλωσιές της...και μοίραζε στους αχόρταγους ανθρώπους...και η λαχτάρα τους πολλαπλασιαζόταν,
καθώς τα σύννεφα ταξίδευαν...ακόμα λίγο!
Τα ταξίδια, κατάπιναν μικρά ονείρατα, για να τα σκορπίσουν σε γαλάζιες λιμνοθάλασσες...εκεί όπου το ψέμα υποδέχεται την αλήθεια και η ιστορία επαναλλαμβάνεται πάλι, στα ανέπαφα πλουμίδια του νου και της καρδιάς. Μια καρδιά που εξαγνίζει κι εξαγνίζεται σαν ερωτευτεί...σαν αγαπήσει...σαν καλωσορίσει τις ηλιαχτίδες μιας αμέριμνης οικουμένης.

«Με θυμάσαι?
Είμαι εκείνο το σύννεφο που κοίταξες στα μάτια μια νυχτιά.
Το χαμόγελό σου σκορπίστηκε ανάμεσα στα αστέρια
και η θλίψη σου κρύφτηκε στο κιτάπι του ουρανού...
Με θυμάσαι?
Είμαι το σύννεφο που σε αγάπησε...».

«Σε θυμάμαι.
Είσαι το σύννεφο με τα κρίνα στα μαλλιά, που χόρευε ένα βράδυ σαν και τούτο, στου φεγγαριού το χάδι.
Σε θυμάμαι, γιατί το γέλιο σου, έμοιαζε με τραγούδια μικρών αστεριών. Σε θυμάμαι, γιατί σε αγαπώ...»,
αποκρίθηκε το δελφίνι...και βυθίστηκε ανάμεσα στην θάλασσα και παρέμεινε δέσμιο απαγορευμένων επιθυμιών.

Ο ουρανός, είναι σαν την θάλασσα! Κυρίαρχος και αδίρητος. Σε κάνει να αναζητάς συνέχεια καινούργιους δρόμους. Το σύννεφο και το δελφίνι αναζητούν το τέλειο ρεύμα. Οι άνθρωποι αναζητούν ότι δεν μπορούν να έχουν... κι εμείς τα αερικά, ταξιδεύουμε ανάμεσά τους...γινόμαστε ένα με την μορφή τους και κρυβόμαστε στην πύρινη σκιά τους. Τσαλαβουτάμε στο αγέννητο χαμόγελο μιας αλησμόνητης σιωπής και κεντάμε τις προσευχές τους...για αυτούς που έχουν ανοιχτή την πόρτα της φαντασίας, το φεγγάρι δεν φτάνει για να την δαμάσει. Δεν φτάνει να την κρατήσει αμέριστη...
Και πάντα οι νεράιδες θα στήνουν χορό.
Και πάντα τα δελφίνια θα κολυμπούν στη σκέψη της θάλασσας και τα σύννεφα θα γυρεύουν ακόμα κάτι...κάτι από ουράνιες δοξασίες, ενός άδηλου πλανήτη. Οι σιωπές, διαδέχτηκαν το υγρό πέπλο της πρωινής αχλής. Το δελφίνι της χαράς, αφέθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας κι αυτή, του το ανταπέδωσε με το υγρό φιλί της...Φιλί, που γινόταν στάχτη στο πέρασμά του...κι ήταν καλά εκεί! Πέρασμα φευγαλέο...
Εσείς οι αλαφροϊσκιωτοι, ακούτε τα ταξίδια των ξωτικών...γεύεστε τις σιωπές τους, σαν την πρώτη και τελευταία φορά...
«Τι χρώμα έχει η αγκαλιά σου και τι γεύση το φιλί σου?» ρώτησε το σύννεφο και το δελφίνι, αποκρίθηκε.. «Πώς να το πώς εγώ αυτό? Μόνο τα κύματα της θάλασσας το ξέρουν. Ο αέρας του βουνού, του φεγγαριού οι αχτίδες. Αυτά με γεύονται συχνά, αυτά σύρε και ρώτα..»

Οι απαγορευμένες επιθυμίες,
γινόντουσαν ερμητικές σκέψεις και σκέπαζαν ένα ανήμπορο σύμπαν...η θάλασσα φουρτούνιαζε ολοένα όταν θύμωνε με τα ανυπόταχτα θηλαστικά της και ο ουρανός...ω αυτός ο ουρανός, ο αβέβαιος, χάριζε τα μαλαματένια του χρώματα στους πιό άσημους ποιητές...γινόταν γέφυρα ο ουρανός, για να περπατούν χέρι-χέρι, όλες οι ευχές των γλυκοαίματων...να ανταμώνουν με τις γαλάζιες ερωμένες τους, ακόμα λίγο...και να γεννιούνται όλες οι ομορφιές του κόσμου, σε εκείνη την γέφυρα...
Η πικροκυματούσα, πρίν πολλά χρόνια ήταν παντρεμένη με τον ουρανό. Ο ένας ακολουθούσε τον άλλον και ταξίδευαν ολούθε...στην μαγεία ενός ακένωτου «σ’αγαπώ» και βημάτιζαν χρόνους πολλούς μαζί...στα δύσκολα, στα όμορφα, στα γαλανά και στα παράλογα...μα η έχθρα των ανθρώπων τους χώρισε. Και τα αερικά, ήταν ανίσχυρα, στο να κρατήσουν ενωμένο τον ουρανό με την θάλασσα...Την αιτία της έχθρας αυτής, ποτέ κανείς δεν την κατανόησε...ξόδεψαν ολάκερους αιώνες για να βρούν τι έφταιξε, τα αστέρια της βροχής...οι μάγοι της ζωής...οι σοφοί ενός άπλευστου υφήλιου...όλοι προσπάθησαν, μα η έχθρα μεγάλωνε όλο και περισσότερο...Η αιτία, ήξερε καλά που να κρυφτεί...ανάμεσα στα πλοκάμια της ζήλιας. Στα ανώγια της αμφιβολίας. Στα εμβρίθεια της αυτοκτονίας. Και οι άνθρωποι γινόντουσαν πολλοί. Όσο μεγάλωνε η ανθρώπινη απέχθεια, ο ουρανός απομακρυνόταν από την θάλασσα...τα σύννεφα ζάρωναν και τα κύματα ξερνούσαν τους κήπους ενός απτόητου Ποσειδώνα, στις ξέρες τις ντροπής...και η φύση μαράζωνε. Μαζί της, μαράζωναν και τα όνειρα που χόρευαν σαν σκιές...Πέθαιναν την μέρα και ζωντάνευαν το σούρουπο...και χόρευαν...ακόμα λίγο.
«...Ταξίδευα απόψε, μαζί με την μορφή σου, καλή μου...σε περιμένω...», της είπε το δελφίνι. Και το σύννεφο απάντησε ζωηρά, «Μακάρι, να μπορώ να σε ταξιδεύω...καλή αντάμωση!» και η νύχτα, αγκάλιασε την μέρα και το ταξίδι εγίνηκε η ανασεμιά του. Η φωνή της, ήταν ο αγέρας. Και τον ακολουθούσε, καθώς το θρόϊσμα των φύλλων αγκάλιαζε τις φεγγαρολουσμένες νεράιδες. Ήταν ο οίστρος του έρωτα, που έκανε το δελφίνι να δει με τα μάτια της ψυχής...Το σύννεφο, ένιωθε διαφορετικά το χάδι του ανέμου τώρα πιά...αγρίκαγε ήχους μαγεμένους, αυλούς να μουρμουρίζουν σε ένα διάβα απαράβλητο. Απρόσμενο. Έφτασε μια στιγμή...μια μικρούλα στιγμή. Ένα χάδι μόνο. Μια λέξη να ειπωθεί...κι έγινε η ματιά κεραυνός. Κι έγινε καταιγίδα. Άδραξε το νου και τον στροβίλισε στην απεραντοσύνη! Πλημμύρισε χρώματα η ψυχή και η αγκαλιά λουλούδια...και το φιλί...αχ!!! της γης οι χίλιες μυρωδιές...
…Ένας γλάρος, άπλωσε τις μεγάλες φτερούγες του και ο ίσκιος του περιπλανήθηκε στην ηρεμία της θάλασσας... Το δελφίνι, ακολούθησε γεμάτο χαρά τη ρότα του στην απεραντοσύνη... Είχαν περάσει μέρες, πέρασαν καταιγίδες... ώρες πολλές κι ο ουρανός μονάχος, να φιλοξενεί αστέρια σιωπηλά, φεγγάρια σκαλιστά κι η ματιά να αγναντεύει τον ορίζοντα. Η πρώιμη δροσούλα, θόλωσε τα μάτια των ανθρώπων. Και κάποιο ερηπωμένο «σ’αγαπώ» , κρύφτηκε στην νύχτα των ποιητών. Η θάλασσα έστισε καρτέρι στα φεγγάρια και τα τύλιξε η σκέψη ενός Θεού. Τα κύματα, χόρευαν νοερά και τα νυχτολούλουδα μάζευαν την μοναξιά, που λίγο πριν σκόρπισε κάποιος ποιητάρης...
Ο γλάρος, έσπευσε να χαμηλώσει το φτερούγισμα..Να αγγίξει την αλμύρα ενός ανύποπτου φόβου και να εξουσιάσει την μοναξιά του θανάτου...Το δελφίνι, εκνευρισμένο, φώναξε στο γλάρο.. «Πέτα λίγο πιό ψηλα. Με σκιάζει η λευκότητα της μέρας και τυφλώνει το βλέμμα που σκορπάς στα ατίθασα νερά μου...» Ο γλάρος, δίχως άλλο, πέταξε κοντά στο παιχνίδισμα της σκιάς και χάθηκε στο κάλεσμα μιας διψασμένης καρδιάς... «Το μεγάλο ταξίδι στα απάτητα βάθη ονειρευτήκαμε...Ταξίδι που δεν μπορείς να έρθεις...μα ούτε στον ουρανό μου...Έλα μικρό δελφίνι να σου γνωρίσω τους φύλακες της μουσικής μου...» είπε τρανταχτά ο γλάρος κι έπειτα άνοιξε η ουράνια πόρτα. Και χύμηξε ο έρωτας..Έτοιμος να την κατασπαράξει...Αντιστάθηκε για λίγο το σύννεφο...κι ήθελε τόσο να αφεθεί στην μεταξένια σιωπή του δελφινιού...Αγάπησε την αλήθεια του μα και το ψέμα του..τα μάτια του, ήταν και δικά της μάτια...μονοπάτια ενός έρωτα που προσπαθούσε να ζήσει...ακόμα λίγο...κι ύστερα χάθηκε, το σύννεφο, μαζί κι ο γλάρος...
Μια παράξενη σιωπή τύλιξε το δελφίνι και βρήκε απάγγειο στην αγκαλιά της θάλασσας. Τώρα πιά, δεν είχε δικαίωμα να αλλωνίζει στους κήπους του ουρανού...
...Πέρασαν χειμώνες...
... πέρασαν σιωπές...
... το δελφίνι ψάχνει το σύννεφο...
...και το σύννεφο ψάχνει την βροχή, για να λυτρωθεί...
...κι όλα στέκουν αντίκρυ να χαμογελούν στο ψέμα...
...στέκουν σιμά να παρακαλούν ένα νεύμα, ακόμη...
Τώρα πιά το δελφίνι, μονολογούσε, ελπίζοντας να ακούσει το σύννεφο και να έρθει... «Θέλω να πιώ τα δάκρυά σου...Να αγγίξω την ένοχη σιωπή σου...και δική μου σιωπή. Θέλω να κουρνιάσω στο πέπλο της φωνής σου και να αποκοιμηθώ εκεί...Θεε μου πόσες φορές σε λάτρεψα...Αφουγκράστηκα το γέλιο σου...εκείνο το γάργαρο γέλιο...ότι αγαπούσα στην ζωή μου, γινόταν ηλιαχτίδα και σκέπαζε τις μοναξιές μου...μια από αυτές, σκόνταψε σιμά σου...και σε ονειρεύεται...σε θέλει...αγάπη μου, σε θέλω...»
Ώρες και νύχτες ολάκερες μιλούσε το δελφίνι..Τα λόγια του άκουγε όλη η πλάση...μάταια...το σύννεφο της σιωπής, άφαντο στα αστέρια των ονείρων... «Έχεις κάτι από μένα...κι εγώ κάτι από σένα. Λίγο με φοβίζει, λίγο με ανακουφίζει....αλλά αυτό που αντιχεί στο νου μου τον βυθό, είναι εκείνο το καμπανάκι που φωνάζει «λάθος»...τι είναι το σωστό και τι το λάθος...μπερδεύομαι...»

Τα ταξίδια του νου και της ψυχής, είναι κιτάπια που τα κρύβει ο χρόνος...Σε ένα από αυτά, κρύβεται το σύννεφο και ταξιδεύει...
Tα ταξίδια ερήμωσαν...
Η άνοιξη, σκόρπισε την σκέψη...
Το σύννεφο, φώλιασε στην μέρα της σιωπής και περίμενε...ώσπου, από της θάλασσας την αγκαλιά ξεπρόβαλλε το δελφίνι...
«...η αγκαλιά σου, έχει το χρώμα της φωτιάς....φλέγεται ο λογισμός μου όταν βυθίζεται η σκέψη μου εκεί και κολυμπά στα διάχυτα νερά σου...και το φιλί σου, έχει γεύση μοναχική. Γεύση από βροχή. Βροχή που μαγεύει και δροσίζει όλα τα πλάσματα της φύσης. Χάθηκα στο φιλί σου...έμεινα εκεί αιώνες...σε ονειρεύτηκα ψυχή μου...» είπε το σύννεφο και βούτηξε με μιας στη γαλάζια απεραντοσύνη....
«Το πρόσωπο του καλοκαιριού, φωτίζει τις ιριδωτές ηλιαχτίδες των ματιών σου καλή μου...Μαζεύω ηρεμία και την σκορπώ στα αστέρια εκείνα, που φεγγοβολούν στης ψυχής τα μονοπάτια. Στέκουν εκεί και μου μιλούν, για σένα...Τα μεσημέρια δραπετεύουν σε μεταξένιους κόσμους...εκεί, όπου μικρές θεούλες κρύβονται ανάμεσα σε ατόφια όνειρα ξεχασμένων ποιητών...κι είναι καλά εκεί...Και οι μέρες περνούν στωικά, πέρα κείθε...στα κύματα της σιωπής...» είπε το δελφίνι.
Πέρασαν χειμώνες...
...πέρασαν σιωπές...
...το δελφίνι ταξιδεύει ολούθε...
...το σύννεφο κεντά μουσικές πεθαμένων καημών...
...και οι θύμησες κούρνιασαν στο χαμόγελο που εχάθη...
...Εκεί που η θάλασσα φίλησε την στεριά...
...εκεί που η άνοιξη υποδέχτηκε το καλοκαίρι...
«Πώς να πείς σε μια ουτοπία σ’αγαπώ?
Πώς να ζητήσεις από τον αέρα να είναι τρυφερός με τα δέντρα?
Πώς να πείς στην θάλασσα να μην χτυπιέται στα βράχια?
Πώς...?» Αυτά ψιθύριζε το δελφίνι, καθώς κοιτούσε τον ίσκιο του σύννεφου να χάνεται...



Θεοδώρα Κ.



7 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home