fairyland of nimbus

Πώς πάνε για την πόλη του πουθενά?

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2006

..Στην οίηση του ύπνου...

Από μικρό παιδί,
Λάτρευα τα Παρασκευοσάββατα. Ήταν η μικρή μου ευκαιρία, να διαβάσω κάποιο παραμύθι...Τις κυριακές, ένιωθα μόνη μου. Κυλούσαν ήσυχα οι ώρες και το μυαλό μου λήστευαν οι σκέψεις και τα ονείρατα. Άλλωτε όμορφα κι άλλωτε απελπιστικά.
Έτσι λοιπόν, τόσα χρόνια αργότερα, οι παραστάσεις παραμένουν ίδιες. Τα συναισθήματα αλλάζουν. Αλλοιώνονται...
Τον τελευταίο καιρό, την ψυχή μου κυριαρχούσε μια μικρή σκανταλιάρα. Ερχόταν στην οίηση του ύπνου μου και καλλιεργούσε μέσα μου τα ερωτήματά της, μα και τους φόβους της.
Καλή μου, ποιός την έστειλε? Γιατί? Τι μυστικά γνωρίζει άραγε? Γιατί όχι κάποια άλλη?
Σαν να άκουγε τις ερωτήσεις που έθετα κάθε τόσο στον εαυτό μου. Σαν να διαβάζει τις λέξεις τούτες, που χαράζω στο χαρτί, όταν απευθύνομαι σε σένα καλή μου...Θαρρώ πώς στέκεται σιμά μου και συμμετέχει στην συνομιλία μας... Έτσι ήρθε εψές, ξημερώματα Σαββάτου.
Μου’στησε καρτέρι στις φυλλωσιές της σύνεσής μου και μ’αποκοίμησε μιλώντας. Περπατώντας στο ξαπόσταμα της ψυχής και της γαλήνης. Κανείς δεν μ’έστειλε. Μα ούτε κι εγώ έψαξα για να σε βρώ. Βρίσκομαι εδώ μαζί σου, κάθε φορά που κοιμάσαι, γιατί πιστεύεις σε μένα. Σε είδα να μεγαλώνεις. Μα δεν το ήξερες διόλου. Γι’αυτό, θεώρησα σωστό, να σε καθοδηγήσω στα κρυστάλλινα μονοπάτια που γυρεύεις από μικρό παιδί. Είσαι μία από εμάς, απλά δεν το ξέρεις... μου είπε και χάθηκε ξάφνου, απ’την μαγική κρυψώνα των ονείρων...
Μόλις ξύπνησα, ξεκίνησα να κατεβάζω από την πελώρια βιβλιοθήκη μου βιβλία, μην τυχών ανακαλύψω για το κορίτσι των ονείρων μου. Μάταια όμως... Άφαντη η μικρή κυρά, που με υποδέχεται συνεχώς με την αέρινη μορφή της... Τι να εννοούσε τάχα, ότι είμαι μία απαυτές...?
Η μητέρα φωνάζει να μαζευτούμε για φαγητό.Κι αυτό το Σαββατιάτικο μεσημέρι, είναι άδειο χωρίς εσένα καλή μου...
4.20 μ.μ

...Στην προσπάθειά μου να ανακαλύψω την μικρή αυτή νερένια, που με πριονίζει ολοένα με προβληματισμούς και αινίγματα, βρέθηκα να ψάχνω το μεσσαίο συρτάρι του κομωδίνου μου. Ένα συρτάρι, το οποίο κατακλύζω από πάντα, με μικρά μυστικά και λατρεμένες ιδέες, λέξεις, αποσπάσματα, κραυγές...Απορροφήθηκα κοιτάζοντας τα αξομολόγητα κοσμήματα του νου και ξέχασα προσωρινά την ονειρική νερένια...
Η ματιά μου, έπεσε αιφνίδια σε μια σελίδα ενός παλιού τετραδίου. Ο τίτλος, σαν να μου χαμογέλασε... ‘Νεράιδα!’ Σαν αστραπή πέρασαν όλα απ’το μυαλό μου. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον...Κι οι φωνές γνώριμες κι αυτές. Κατοικούν στα βάθη κάποιου αποξενωμένου λίθου...
....Ο ήλιος σβήστικε με μιας απ’το μεσημεριάτικο Ελληνικό χάρτι. Κι αυτή η συννεφιά, σκοντάφτει σε αστραφτερούς πύργους.Η κουφόβραση, εξωραϊζει την αρχαία μας πόλη κι ο καφές, σωστή παρεούλα στα λόγια αυτά τα σιωπηλά. Όταν διάβαζα ενίοτε για το παννεπιστήμιο, ο καφές, ανάβλυζε καινούργιους στοχασμούς, επίνοιες...καημός που δρόσιζε τα σωθικά και στέρευε την κούραση της στιγμής... Θυμάμαι κι εσένα στις θύμησές μου. Ερχόσουν από το πουθενά και μου χάριζες ατέλειωτη δόση κουράγιου κι υπομονής. Σε προσκαλούσα στο μαγικό μου κόσμο...Κι εσύ, με προϋπαντούσες νοσταλγικά... Καλή μου...τα λόγια σου, πάντα με συνοδεύουν και με λυτρώνουν απ’τις παλίρροιες, που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι...

nimbus


6 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home