fairyland of nimbus

Πώς πάνε για την πόλη του πουθενά?

Τρίτη, Μαΐου 30, 2006

Δροσοσταλίδα


Ο ήλιος, σέρνεται στα χρώματα του Αυγούστου.
Και η καρυδιά έξω, φιλοξενεί στα κλαδιά της κάποιο μικρό όνειρο. Είναι τόσο δα μικρό και κανείς δεν μπορεί να το διακρίνει. Παρά μόνο οι δροσοσταλίδες του ξημερώματος, που κυλούν στα πράσινα φύλλα της καρυδιάς. Μονάχα αυτές οι μικρές δροσοσταλίδες, κοιτούν το μικρό όνειρο σαν γέρνει να κοιμηθεί. Και σαν ταξίδευα σε ύπνο βαρύ εψές αργά, ήρθε μια δροσοσταλίδα και κύλισε στα μάτια μου. Δρόσισε τα όνειρά μου. Τους χάρισε φτερά να σεργιανίσουν μαζί με τους αγγέλους. Ένας από αυτούς τους αγγέλους, του ονείρου μου, ήταν κι η μικρή νερένια, που έρχεται κατα καιρούς, σαν γλυκός άνεμος. Αυτή την φορά, ένα λευκό φόρεμα κεντούσε το αγαλματένιο της κορμί, καλή μου. Το αγκάλιαζε τόσο τρυφερά.
Και το χαμόγελό της, η απεραντοσύνη της ευτυχίας, που είχε σκαρφαλώσει στα κερασιά της χείλει κι άλλωτε τσαλαβουτούσε, στις λίμνες των ματιών της. Σαν χόρευε νοερά μαζί με τους αγγέλους, ξάφνου, βρέθηκε σε ένα σύννεφο. Του έγνεψε να με πλησιάσει.'έλα!' μου είπε η μικρή νερένια.. 'Θα βρείς απαντήσεις ανήπωτες, να δρασκελούν στην άβυσσο του νού σου και να σε κοιτούν. Έλα! Ο χορός θα σε οδηγήσει. Απλά ακολούθησέ τον.' Χωρίς να το σκεφτώ, βρέθηκα στο φόντο του ύπνου, να σκορπάω τις ανύπαρκτες φτερούγες μου. Τα μάτια μου, ήταν κλειστά. Και τα δάκρυα, φωτιά που δαμάζουν τις κραυγές, που δραπετεύουν κρυφά, μέσα από τα δάκρυα.Είδα έπειτα την λύτρωση. Την ένιωσα να σύρεται μέσα μου και να μου χαμογελά.Με κοίταξε με τα μαβιά της μάτια και είπε σιγανά...'να με ψάχνεις. Κι εγώ θα σου δείχνω το μονοπάτι, που λέγεται ένστικτο και σε καθοδηγεί. Μόνο αυτό να ακούς...'Κι έφυγε η μικρή Νεφέλη, όπως κάθε φορά. Η δροσοσταλίδα, κοιμήθηκε στα μάτια μου. Και τα μάτια μου, γέμησαν δάκρυα. Τα δάκρυα εγίνηκαν χαρά τούτο το ξημέρωμα. Κι οι ουρανοί, χόρευαν με τα αστέρια. Θεέ μου, τι όμορφα που'ναι τα αστέρια! Θαρρώ πώς διαθέτουν την σοφία όλου του κόσμου. Η σοφία αυτή, κυλάει από τα βλέφαρα της Νεφέλης και με πλημμηρίζει η αγάπη του Θεού.'Που να βρίσκεται άραγε ο Θεός?' ρώτησα την μικρή πρίν φύγει. Και μ'απάντησε: 'Βρίσκεται μέσα σε μια δροσοσταλίδα. Κι η δροσοσταλίδα, στις άκρες των ματιών σου. Κι όταν κυλά ανύποπτα, χύνεται στο χώμα και ποτίζει τις σκέψεις.Οι σκέψεις, βλέψεις που σκορπούν στον ουρανό. Μαζί με τα όνειρα..'

nimbus

Δευτέρα, Μαΐου 29, 2006

οι σιωπές, είναι τροφές...


Οι σιωπές, είναι τροφές,
που διαφωτίζουν το πνεύμα.
Χλωμές φωτιές, που σαλεύουν τους ύποπτους κόσμους του νού.
Μία από αυτές τις σιωπές, στέκεται τ'απογεύματα σιμά μου, να μου μιλά για τα πιό όμορφα πράγματα. Κι εγώ, γοητευμένη πια, τα βράδια σαν πέφτω να κοιμηθώ, χαμογελώ συνωμοτικά. Τι καλά όταν μου κρυφομιλούν οι σιωπές.
Μου εξιστορούν μύθους και πραγματικότητες.
Μου μιλούν για τις στιγμές.
Μου περιγράφουν τις μουσικές. Κάθε λέξη τους, έχει κάτι να μου πεί.
Κι αυτό το κάτι, χαράζει μέσα μου έναν κόσμο μαγικό.
Αυτόν ίσως, που αποτελεί την συνομιλία μας.
Χτίζει την σχέση αυτή και την χαρίζει στους άθεους. Στους άχαρους. Ποιός κατορθώνει να μην διαβάσει τούτες τις λέξεις? Τις σκέψεις?
Οι περισσότεροι ίσως... Ένα ολάκερο αχανές, ανθρώπινο πλήθος που φοβάται.
Φόβος που ριζώνει δηλά. Δεν είναι ο φόβος. Είναι ο τρόμος στο αντίκρισμα κάποιου ακούσματος, που σμιλεύει τον πόνο και καταπραϋνει τον χρόνο.
Ο χρόνος κι ο πόνος, συναντιούνται. Γεφυρώνει το χάσμα τους, η σιωπή καλή μου.
Σιωπή που μιλάει σε εμάς τους ανίδεους.
Μας διδάσκει με χρώματα.
Μάς πλησιάζει με χάδια τρυφερά.
Η σιωπή μάς γνέφει. Κι όταν την ακολουθούμε, αγγίζουμε κάποια ακλόνητη ελευθερία.
Οι σιωπές, παιδιά γνωστικά στην άκρη των χειλιών μας. Κι όταν κοιτούμε την ανύποπτη ευτυχία να διατρέχει βιαστικά, από την εκκωφαντική ηδονή κάποιων κρίνων, φεύγουμε μακάριοι, από την γη των επιούσιων.
Κι αφηνόμαστε ανέγνοιαστα, στην λευκότητα ανύπαρκτων ψευδαισθήσεων.
Καλή μου, Αν η οντότητά μου διαφεντεύει την προσωρινή μου ευημερία, τότε θα σκορπιστώ σιγανά στους ουράνιους βυθούς. Απόσπασμα ενός αερικού θα γινώ, για να σε υπαντήσω.
Σαν κρύβεσαι στην σιωπή, οι θύμησες βουλιάζουν στην ακροθαλασσιά μιας μικρής μελαγχολίας. Τα παραμύθια σου, χορεύουν νοερά, κάθε που φουρτουνιάζεις το ρουθούνιασμα των σκέψεών μου. Θαρρώ πώς γυρεύεις πίσω τις στιγμές μας, για να μην ξεχαστούν. Μα πώς μπορεί να ξεχαστεί η αγάπη?
Να αποσιωπήσω τις στιγμές μας παίρνοντάς τες μαζί μου, ή να τις διδάξω στους τυφλούς?
Οι τυφλοί, γνωρίζουν περισσότερο από εμένα.
Συγκεντρώνουν την θέλησή τους σε όλες τις σιωπές τους.
Οι υπόλοιποι, μοιάζουν με ραβδάκια ενός πρόδηλου πλανήτη.
Ένα από αυτά, είναι η κραυγή μου.
στην γιαγιά μου..
2001



Περί Ηθικής...


πάντα πίστευα, ότι το πνεύμα, δεν μπορεί να μπεί σε καλούπι...δεν εγκλωβίζεται. Είναι ελεύθερο να κίτεται στις σκόρπιες εκτάσεις μιας αμφίρροπης πραγματικότητας...Εκεί κάπου,το πνεύμα, έρχεται αντιμέτωπο με την ηθική. Συναντά την ηθική στους άσημους ατραπούς και ίσταται στην κατεξοχήν χώρα της συνείδησης, να βολοδέρνει με γνώμονα τα προσωπικά βιώματα του καθενός.
Τι είναι η ηθική τελικά?Κατά καιρούς μαθαίναμε, ότι σύμφωνα με τα ήθη κι έθιμα, ηθική είναι οι κανόνες συμπεριφοράς.Ο καθωσπρεπισμός που διαμορφώνει τον χαρακτήρα για να μπορεί να επιβιώνει και να είναι αποδεκτός, στην υποτιθέμενη κοινωνία που δημιούργησε ο άνθρωπος.Επομένως για να μπορέσει να βρεί ο άνθρωπος την ηθική μέσα του, θα πρέπει να απελευθερωθεί από τους ηθικούς κακόνες της κοινωνίας. Η πραγματική ηθική που αισθανόμαστε, είναι η φωνή της συνείδησης. Αυτή η ηθική, δεν έχει σχέση με δόγματα και δεν αποτελεί την κοινή γνώμη.Βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν συνείδηση. Επομένως ούτε ηθική, εφόσων ισοπεδώνουν σχεδόν τα πάντα. Τότε για πιά ηθική μιλάμε?Για αυτούς που την έχουν?Για αυτούς που κάνουν ότι την έχουν?ή μήπως για αυτούς που δεν την έχουν και το ξέρουν μέσα τους κρυφά και τους βολεύει υποσυνείδητα να συνεχίσουν έτσι, από την στιγμή που τρέφουν τις αρρωστημένες τους φιλοδοξίες να κατακτήσουν οτιδήποτε επιθυμούν. Γιατί το απαγορευμένο είναι το ζητούμενο. Και μην ρίχνουμε την ευθύνη στην Εύα, εφόσων ο ίδιος ο Αδάμ συμμετείχε σε κάτι εξίσου επίφοβο και για τους δυο, όσο για μια ολάκερη ανθρωπότης, που δρασκέλισε τους κανόνες ενός ατέκμαρτου πλανήτη.
Κι επανέρχομαι στην ποιότητα του χαρακτήρα, το οποίο παραβλέπουμε, προκειμένου να βαδίσουμε στην σύγχρονη εποχή μας...αυτό συμβαίνει, επειδή μας βολεύει να αγνόούμε την πνευματική μας ανάπτυξη και δίνουμε εμφαση τα της εποχής, ούτως ώστε να γινόμαστε αποδεκτοί μιας ανύπαρκτης κι αδαής κοινωνίας, που ενίοτε καταφέρνει να παραμυθιάζει τα βλέμματα...
Η αναλήθεια, είναι η ψευδολογία. Η τερατολογία. Η καυχησιά. Την αναλήθεια χρησιμοποιούν οι άνθρωποι που πλάθουν ένα όραμα, μια σκέψη και κατοικούν σε αυτό. Γιατί έτσι τους βολεύει. Και στην προσπάθεια να πείσουν τον εαυτό τους, νομίζουν ότι πείθουν και τους γυρω τους. Νομίζουν! Στην διαδικασία αυτή, διαδίδουν πράγματα που δεν ισχύουν και σε ανθρώπους που δεν τους αφορά, προκειμένου να αποδείξουν κάτι, για κάποιο λόγο...ο λόγος φυσικά, είναι η πάθησή αυτή, να δηλλητηριάζουν με αναλήθειες και ψεματα. Απλά για να καλύψουν τις αρρωστημένες τους ανασφάλειες κι εγωισμούς. Επειδή λειτουργούν με πυξίδα την εκδίκηση.Και το "γλύψιμο" για να ειναι φυσικά αποδεκτοί και πειστικοί.Τώρα, υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Ή οι ακροατές να γελούν και να μην πιστεύουν τους αρρωστημένους ψευδολόγους, έπειδή ΔΕΝ αποτελούν οι ίδιοι την επιφάνεια και ΔΕΝ εφαρμόζουν το "πίστευε και μη ερεύνα" ή υπάρχει η αλλη πλευρά των ακροατών, που πιστεύουν, επειδή ο δείκτης νοημοσύνης τους, ΔΕΝ συλλαμβάνει το αθλιο από το πραγματικό. Το δήθεν από το αληθινό.Έχετε αναρωτηθεί σε ποιά κατηγορία ανήκετε?Έχετε σκεφτεί, αν η ηθική σας είναι ανήθικη, επειδή παραμένετε στην δήθεν επιφάνεια που σας κατακλίζει και στο πέρασμα αυτό αδικείτε ανθρώπους που δεν το αξιζαν

Σάββατο, Μαΐου 27, 2006

σκόρπιες σκέψεις, για την γυναίκα που διάβαζε ποιήματα...

η πρωινή άχνη,
κρατάει ακόμα λίγο...
Η μελωδία αφουγκράζεται αγαπημένους στίχους και ο καφές εγίνηκε σωστή παρεούλα, ετούτο το Σαββατιάτικο ξεκίνημα...
Ανοίγω το blog μου...
Το κοιτάζω...
Μα καμία διάθεση να γράψω...
Βάζω στίχους...
Διαβάζω στίχους και αφήνομαι...βυθίζομαι...
Σε κόσμους που λίγοι ξέρουν...
Οι πολλοί, γίνονται άθλιες πεταλούδες και κρύβονται στο κενό που τους έσκαψε κάποιος άλλος...πιό μεγάλος...
Τι να απόγινε άραγε η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα?
Που θα μπορέσω να την βρώ?
Ποιός να ξέρει άραγε?
Η τελευταία γουλιά του καφέ, με κοιτάζει νωχελικά...
Μειδιώ...η βεράντα φιλοξενεί σκέψεις...
Πέθαναν οι βλέψεις για σήμερα...
Σκούριασαν τα κύματα της ψυχής και οι δρόμοι κουλουριάστηκαν σε αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό...
Η μηχανή στέκεται δυο βήματα πιό πέρα...
Με γεμίζει, με εκείνο το γαλάζιο βλέμμα της κι εγώ κάνω πώς δεν το έχω συναντήσει ξανά...
"Καλά..." της γνέφω..."πάμε να βρούμε την γυναίκα που διάβαζε ποιήματα...κάπου θα την συναντήσουμε...σε κάποιο σταυροδρόμι να μετράει τις ανατολές..."

καλημέρα

μια μικρή Θεοδώρα

Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα


Διάφανα Κρίνα

Μουσική/Στίχοι: Διάφανα Κρίνα/Ροδοστόγλου Παντελής

Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκόταν μπροστά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά "ποτέ πια"

A5 Βsus4 E5
ΛΑ, λα, λα, λα, λα, ΛΑ

Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά

A5 Βsus4 E5
ΛΑ, λα, λα, λα, λα, ΛΑ

* εδώ παίζει RiffC

C5* * = πολλές επαναλήψεις
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
C5* Bm
και δεν είχε μιλιά
C5*
κοιτούσε το θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
C5* Bm
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά "ποτέ πια"

A5 Bsus4
Για όλα αυτά που ζήσαμε μόνοι με τους μόνους
E5
μοιράζοντας τους πόνους

A5 Bsus4
Τις ώρες που δακρύσαμε μόνοι με τους μόνους
E5 A5
μοιράζοντας τους πόνους

Παρασκευή, Μαΐου 26, 2006

Που να βρω ένα ζεϊμπέκικο


Μητσιάς Μανώλης

Μουσική/Στίχοι: Σπανός Γιάννης/Παπαδόπουλος Λευτέρης


Που να βρω ένα ζεϊμπέκικο
για να σου τραγουδήσω
κορίτσι μου αστέρι μου αγέρι πελαγίσιο
να βρω ένα ζεϊμπέκικο

Που να βρω ένα ζεϊμπέκικο
για να σου το χορέψω
και την καρδιά σου μάτια μου
να σου την ξανακλέψω
Που να βρω ένα ζεϊμπέκικο

Που να βρω ένα ζεϊμπέκικο
για ανάρριχτα σακάκια
εγώ θαρρείς στις βόλτες μου 2x
και εσύ στα παλαμάκια 2x
Που να βρω ένα ζεϊμπέκικο 2x

Τετάρτη, Μαΐου 24, 2006

τι μου αρέσει...

Μου αρέσει που έρχεται κάθε τόσο η δεκαoχτούρα και κοντοστέκεται στο περβάζι σκούζοντας. Θαρρώ πώς μάς φέρνει κάποιο μήνυμα, από κείθε πέρα μακρυά..Μου αρέσει που η βυσσινάδα δροσίζει στωικά τις σκέψεις μου, θύμισες που σκαρφάλωσαν τα παιδικά μου χρόνια...τότε, που η γιαγιά μάς έφτιαχνε γλυκό βύσσινο και το έκρυβε ψηλά, για τους ξένους έλεγε...κι εμείς τα απομεσήμερα σαν κοιμόταν, φτάναμε το γλυκό και καταβροχθίζαμε λίγο την φορά...Μου αρέσει που όταν οδηγούσαμε τα ποδήλατά μας, κάναμε ότι ήταν μηχανές...Μου αρέσει που η μελωδία ατόφια εισχωρεί στο νου μου τον βυθό και με ταξιδεύει σε ανύποπτες αντιξοότητες. Εκείνες που στάθηκαν σε κάποιο αβέβαιο παρελθόν να χαμογελούν. Μου αρέσει που η σκέψη αλωνίζει στα λευκά περιβόλια του ουρανού. Τα αστέρια αν και θαμπά χρυσίζουν το βλέμμα που τ'ακολουθεί εκείνες τις γλυκές νυχτιές...Μου αρέσει που η ηρεμία γίνεται μικρός καημός και συνομωτεί με τις αποδράσεις της ψυχής...Μια ψυχή που καιρό τώρα λέγεται ιταλική ηρωίδα και γυροφέρνει αυτούσια τους ελληνικούς δρόμους...Μου αρέσει που ήρθε το καλοκαίρι και τσαλαβουτά στις άκρες των ματιών μας...Μου αρέσει να θυμάμαι τις βόλτες που έκανα ενίοτε τις γλυκές νύχτες, μέσα στην πόλη. Μα πιό πολύ, μου αρέσει που ήρθαν μέρες καλές κι αντιχούν στον ήχο της σιωπής...Μου αρέσει ακόμα η Δούκισσα, γιατί είναι πολλά υποσχόμενη κι αυτό το καλοκαίρι...

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2006

..Στην οίηση του ύπνου...

Από μικρό παιδί,
Λάτρευα τα Παρασκευοσάββατα. Ήταν η μικρή μου ευκαιρία, να διαβάσω κάποιο παραμύθι...Τις κυριακές, ένιωθα μόνη μου. Κυλούσαν ήσυχα οι ώρες και το μυαλό μου λήστευαν οι σκέψεις και τα ονείρατα. Άλλωτε όμορφα κι άλλωτε απελπιστικά.
Έτσι λοιπόν, τόσα χρόνια αργότερα, οι παραστάσεις παραμένουν ίδιες. Τα συναισθήματα αλλάζουν. Αλλοιώνονται...
Τον τελευταίο καιρό, την ψυχή μου κυριαρχούσε μια μικρή σκανταλιάρα. Ερχόταν στην οίηση του ύπνου μου και καλλιεργούσε μέσα μου τα ερωτήματά της, μα και τους φόβους της.
Καλή μου, ποιός την έστειλε? Γιατί? Τι μυστικά γνωρίζει άραγε? Γιατί όχι κάποια άλλη?
Σαν να άκουγε τις ερωτήσεις που έθετα κάθε τόσο στον εαυτό μου. Σαν να διαβάζει τις λέξεις τούτες, που χαράζω στο χαρτί, όταν απευθύνομαι σε σένα καλή μου...Θαρρώ πώς στέκεται σιμά μου και συμμετέχει στην συνομιλία μας... Έτσι ήρθε εψές, ξημερώματα Σαββάτου.
Μου’στησε καρτέρι στις φυλλωσιές της σύνεσής μου και μ’αποκοίμησε μιλώντας. Περπατώντας στο ξαπόσταμα της ψυχής και της γαλήνης. Κανείς δεν μ’έστειλε. Μα ούτε κι εγώ έψαξα για να σε βρώ. Βρίσκομαι εδώ μαζί σου, κάθε φορά που κοιμάσαι, γιατί πιστεύεις σε μένα. Σε είδα να μεγαλώνεις. Μα δεν το ήξερες διόλου. Γι’αυτό, θεώρησα σωστό, να σε καθοδηγήσω στα κρυστάλλινα μονοπάτια που γυρεύεις από μικρό παιδί. Είσαι μία από εμάς, απλά δεν το ξέρεις... μου είπε και χάθηκε ξάφνου, απ’την μαγική κρυψώνα των ονείρων...
Μόλις ξύπνησα, ξεκίνησα να κατεβάζω από την πελώρια βιβλιοθήκη μου βιβλία, μην τυχών ανακαλύψω για το κορίτσι των ονείρων μου. Μάταια όμως... Άφαντη η μικρή κυρά, που με υποδέχεται συνεχώς με την αέρινη μορφή της... Τι να εννοούσε τάχα, ότι είμαι μία απαυτές...?
Η μητέρα φωνάζει να μαζευτούμε για φαγητό.Κι αυτό το Σαββατιάτικο μεσημέρι, είναι άδειο χωρίς εσένα καλή μου...
4.20 μ.μ

...Στην προσπάθειά μου να ανακαλύψω την μικρή αυτή νερένια, που με πριονίζει ολοένα με προβληματισμούς και αινίγματα, βρέθηκα να ψάχνω το μεσσαίο συρτάρι του κομωδίνου μου. Ένα συρτάρι, το οποίο κατακλύζω από πάντα, με μικρά μυστικά και λατρεμένες ιδέες, λέξεις, αποσπάσματα, κραυγές...Απορροφήθηκα κοιτάζοντας τα αξομολόγητα κοσμήματα του νου και ξέχασα προσωρινά την ονειρική νερένια...
Η ματιά μου, έπεσε αιφνίδια σε μια σελίδα ενός παλιού τετραδίου. Ο τίτλος, σαν να μου χαμογέλασε... ‘Νεράιδα!’ Σαν αστραπή πέρασαν όλα απ’το μυαλό μου. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον...Κι οι φωνές γνώριμες κι αυτές. Κατοικούν στα βάθη κάποιου αποξενωμένου λίθου...
....Ο ήλιος σβήστικε με μιας απ’το μεσημεριάτικο Ελληνικό χάρτι. Κι αυτή η συννεφιά, σκοντάφτει σε αστραφτερούς πύργους.Η κουφόβραση, εξωραϊζει την αρχαία μας πόλη κι ο καφές, σωστή παρεούλα στα λόγια αυτά τα σιωπηλά. Όταν διάβαζα ενίοτε για το παννεπιστήμιο, ο καφές, ανάβλυζε καινούργιους στοχασμούς, επίνοιες...καημός που δρόσιζε τα σωθικά και στέρευε την κούραση της στιγμής... Θυμάμαι κι εσένα στις θύμησές μου. Ερχόσουν από το πουθενά και μου χάριζες ατέλειωτη δόση κουράγιου κι υπομονής. Σε προσκαλούσα στο μαγικό μου κόσμο...Κι εσύ, με προϋπαντούσες νοσταλγικά... Καλή μου...τα λόγια σου, πάντα με συνοδεύουν και με λυτρώνουν απ’τις παλίρροιες, που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι...

nimbus


Πέμπτη, Μαΐου 18, 2006

η ώρα του καφέ...


η μέρα ξεκίνησε με ένα κλικ της μελωδίας...
κάπου, κάποιος Λιδάκης, ξεδιπλώνει την φωνή του και μαζί ξεδιπλώνονται κι οι θύμησες...
Η μητέρα ξύπνησε πέντε λεπτά μετά από μένα...
"Μικρή, καλημέρα! Θα πιούμε καφέ?", η απορία της ζωγράφισε το γελαστό της πρόσωπο, και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη της, το μπρίκι βρέθηκε στην φωτιά, ως δια μαγείας. Αχνιστός καφές, που σκορπά ολούθε σκέψεις, χρώματα κι αρώματα!
Αχ αυτές οι στιγμές, μυρίζουν μανούλα!
Θαρρώ πώς υπάρχω για να γεύομαι τις στιγμές που μου χαρίζονται κι εγώ τις έχω πολύτιμο φυλαχτό να τις αγκαλιάζω στωικά στο πέλαγος του νού μου...Μια θάλασσα ο νους! Πότε ήρεμος, πότε αγριος, πότε αδιάφορος...μα προπάντων εκεί, να μαζεύει, να ξεδιαλέγει, να σκέφτεται, να σέρνεται στις πιό ονειρεμένες ακρογυαλιές της ψυχής!
Ή κουβέντα ταξίδι ολάκερο που ανταμώνει με γνώριμες φωνές, καφές που μαγεύει το χαμόγελο και η μελωδία ακολουθεί τις σιωπές μιας γλυκιάς συνομωσίας...
Καλημέρα μαμά!
Καλημέρα φίλοι μου...


Τετάρτη, Μαΐου 17, 2006

Όμορφος κόσμος..12/6/2003



Η ορφάνια της ψυχής.
Σκοτεινές καλλονές..
Ο πλούτος μιας ανείπωτης σιωπής.
Το πρόσωπο του ήλιου, ανύποπτα χαμηλώνει το βλέμμα του στο χώμα.
Τα δέντρα σκιάζουν το νου..
Πλανεύτρα η μουσική του δάσους.
Καθοδηγεί εφηβικά χαμόγελα σε κάποιο ψεύτικο ακρογυάλι...

Θ.Κ.

Δευτέρα, Μαΐου 15, 2006

Απ' το παράθυρο κοιτώ

Απ' το παράθυρο κοιτώ
σαν το χαϊβάνι, σα φυτό
που βλέπει έξω ένα ποτάμι
μα τους χωρίζει ένα τζάμι

Έξω βουβοί περαστικοί
κανείς δεν έχει τι να πει
κι εγώ στους γυάλινους τους θόλους
ο πιο αμίλητος απ' όλους

Βρέχει στο τζάμι μου κι εγώ
πίνω τ' αμίλητο νερό
Την παγωμένη μου οθόνη
περνά η ζωή και τη θολώνει

Έξω αστράφτει και βροντά
ρωτώ, κανείς δεν απαντά
βλέπουν στο τζάμι τη μορφή μου
μα δεν ακούνε τη φωνή μου

ΟΙ ΜΟΝΑΞΙΕΣ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ, ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΚΙ ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΝ ΜΙΚΡΟΥΣ ΘΕΟΥΣ, ΠΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΟΥΝΤΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ. ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΗΤΑΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΙ Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΓΙΝΗΚΕ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩΙΣΜΟΥ ΤΗΣ...ΔΕΝ ΠΡΟΛΛΑΒΕ ΝΑ ΦΟΥΣΚΩΣΕΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ...ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΤΕΙΛΕ ΣΤΑ "ΣΕΜΝΑ" ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ."...ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΜΗΝ ΜΕ ΑΓΝΟΕΙΣ..." ΤΗΣ ΕΙΠΕ... ΜΑΖΕΨΕ ΤΗΝ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΙΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ, ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΕΡΓΙΑΝΙ...ΚΑΡΦΩΣΕ ΟΛΗ ΤΗΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ. ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΣΤΙΓΩΝΑΝ ΤΗΝ ΔΕΡΜΑΤΙΝΗ ΠΛΑΤΗ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΦΟΥΡΤΟΥΝΙΑΖΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ. ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΟΜΜΑΤΙΑΖΑΝ ΤΗΝ ΑΝΙΔΕΙΟΤΕΛΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΗΧΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ...ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΤΗΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑΝ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ...ΤΩΡΑ ΗΞΕΡΕ ΠΩΣ...ΕΤΟΥΤΗ Η ΚΥΡΙΑΚΗ, ΞΥΠΝΗΣΕ ΑΠΟΤΟΜΑ ΚΙ Η ΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΓΩΝΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ...ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΒΑΦΤΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΙ Η ΒΡΟΧΗ, ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΜΑΚΡΥΑ...ΌΣΟ ΜΑΚΡΥΑ ΗΤΑΝ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ...ΟΙ ΜΟΝΑΞΙΕΣ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΚΑΙ ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ, ΠΟΥ ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ...

nimbus



Summer Wine

Nancy Sinatra & Lee Hazlewood

(NANCY):
Strawberries cherries and an angels kiss in spring My summer wine is really made from all these things
(LEE):
I walked in town on silver spurs that jingled to A song that I had only sang to just a few She saw my silver spurs and said lets pass some time And I will give to you summer wine Ohh-oh-oh summer wine
(NANCY):
Strawberries cherries and an angels kiss in spring My summer wine is really made from all these things Take off your silver spurs and help me pass the time And I will give to you summer wine Ohhh-oh summer wine
(LEE):
My eyes grew heavy and my lips they could not speak I tried to get up but I couldnt find my feet She reassured me with an unfamiliar line And then she gave to me more summer wine Ohh-oh-oh summer wine
(NANCY):
Strawberries cherries and an angels kiss in spring My summer wine is really made from all these things Take off your silver spurs and help me pass the time And I will give to you summer wine Mmm-mm summer wine
(LEE):
When I woke up the sun was shining in my eyes My silver spurs were gone my head felt twice its size She took my silver spurs a dollar and a dime And left me cravin for more summer wine Ohh-oh-oh summer wine
(NANCY):
Strawberries cherries and an angels kiss in spring My summer wine is really made from all these things Take off your silver spurs and help me pass the time And I will give to you summer wine Mmm-mm summer wine

Σάββατο, Μαΐου 13, 2006


Η μέρα ξυπνά, δίπλα στην πόλη της ρουτίνας. Η αρχαίγονη απώλεια των λέξεων, ήρθαν να παρουσιάσουν κάποιο γυναικείο ψυχικό κόσμο. Ένας κόσμος που χωρά όλα τα χρώματα...τις σιωπές...τις θάλασσες χωρά και τα φεγγάρια που δεν γεννήθηκαν ακόμα...
nimbus......έτσι απλά!

Παρασκευή, Μαΐου 12, 2006

μ'αρέσει να σιγοτραγουδάω...

Today-jefferson airplane

Today I feel like pleasing you more than beforeToday I know what I want to do but I don't know what forTo be living for you is all I want to doTo be loving you it'll all be there when my dreams come trueToday you'll make me say that I somehow have changedToday you'll look into my eyes, I'm just not the sameTo be anymore than all I am would be a lieI'm so full of love I could burst apart and start to cryToday everything you want, I swear it all will come trueToday I realize how much I'm in love with youWith you standing here I could tell the world what it means to loveTo go on from here I can't use words, they don't say enoughtPlease, please listen to meIt's taken so long to come trueAnd it's all for youall for you....

Τετάρτη, Μαΐου 10, 2006

...αχ να'ξερα σύννεφα που πάτε...


…εκεί που η θάλασσα φίλησε την στεριά...
... εκεί που η άνοιξη υποδέχτηκε το καλοκαίρι,
ξύπνησε το σύννεφο τής σιωπής και ταξίδεψε στο φώς του ήλιου...
Ένα σύννεφο μικρό, ατίθασο και διαφορετικό.
Είχε το σχήμα της θάλασσας και το χρώμα της σιωπής.
Το χαμόγελο της αυγής είχε, την πνοή της βροχής... και μια απρόσμενη λαχτάρα, να αρμενίσει στα ταξίδια της ψυχής...
Το σύννεφο αυτό, προερχόταν από μια μεγάλη οικογένεια του ουρανού, που τηρούσε τις υποσχέσεις που έδινε στον Θεό και στους ανθρώπους. Μια μεγάλη οικογένεια από σύννεφα πολλά, τα οποία εκπλήρωναν της φύσης τα καμώματα. Μια αχόρταγη φύση, που ολοένα ζήταγε κι ολοένα έδινε από τις αστείρευτες φυλλωσιές της...και μοίραζε στους αχόρταγους ανθρώπους...και η λαχτάρα τους πολλαπλασιαζόταν,
καθώς τα σύννεφα ταξίδευαν...ακόμα λίγο!
Τα ταξίδια, κατάπιναν μικρά ονείρατα, για να τα σκορπίσουν σε γαλάζιες λιμνοθάλασσες...εκεί όπου το ψέμα υποδέχεται την αλήθεια και η ιστορία επαναλλαμβάνεται πάλι, στα ανέπαφα πλουμίδια του νου και της καρδιάς. Μια καρδιά που εξαγνίζει κι εξαγνίζεται σαν ερωτευτεί...σαν αγαπήσει...σαν καλωσορίσει τις ηλιαχτίδες μιας αμέριμνης οικουμένης.

«Με θυμάσαι?
Είμαι εκείνο το σύννεφο που κοίταξες στα μάτια μια νυχτιά.
Το χαμόγελό σου σκορπίστηκε ανάμεσα στα αστέρια
και η θλίψη σου κρύφτηκε στο κιτάπι του ουρανού...
Με θυμάσαι?
Είμαι το σύννεφο που σε αγάπησε...».

«Σε θυμάμαι.
Είσαι το σύννεφο με τα κρίνα στα μαλλιά, που χόρευε ένα βράδυ σαν και τούτο, στου φεγγαριού το χάδι.
Σε θυμάμαι, γιατί το γέλιο σου, έμοιαζε με τραγούδια μικρών αστεριών. Σε θυμάμαι, γιατί σε αγαπώ...»,
αποκρίθηκε το δελφίνι...και βυθίστηκε ανάμεσα στην θάλασσα και παρέμεινε δέσμιο απαγορευμένων επιθυμιών.

Ο ουρανός, είναι σαν την θάλασσα! Κυρίαρχος και αδίρητος. Σε κάνει να αναζητάς συνέχεια καινούργιους δρόμους. Το σύννεφο και το δελφίνι αναζητούν το τέλειο ρεύμα. Οι άνθρωποι αναζητούν ότι δεν μπορούν να έχουν... κι εμείς τα αερικά, ταξιδεύουμε ανάμεσά τους...γινόμαστε ένα με την μορφή τους και κρυβόμαστε στην πύρινη σκιά τους. Τσαλαβουτάμε στο αγέννητο χαμόγελο μιας αλησμόνητης σιωπής και κεντάμε τις προσευχές τους...για αυτούς που έχουν ανοιχτή την πόρτα της φαντασίας, το φεγγάρι δεν φτάνει για να την δαμάσει. Δεν φτάνει να την κρατήσει αμέριστη...
Και πάντα οι νεράιδες θα στήνουν χορό.
Και πάντα τα δελφίνια θα κολυμπούν στη σκέψη της θάλασσας και τα σύννεφα θα γυρεύουν ακόμα κάτι...κάτι από ουράνιες δοξασίες, ενός άδηλου πλανήτη. Οι σιωπές, διαδέχτηκαν το υγρό πέπλο της πρωινής αχλής. Το δελφίνι της χαράς, αφέθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας κι αυτή, του το ανταπέδωσε με το υγρό φιλί της...Φιλί, που γινόταν στάχτη στο πέρασμά του...κι ήταν καλά εκεί! Πέρασμα φευγαλέο...
Εσείς οι αλαφροϊσκιωτοι, ακούτε τα ταξίδια των ξωτικών...γεύεστε τις σιωπές τους, σαν την πρώτη και τελευταία φορά...
«Τι χρώμα έχει η αγκαλιά σου και τι γεύση το φιλί σου?» ρώτησε το σύννεφο και το δελφίνι, αποκρίθηκε.. «Πώς να το πώς εγώ αυτό? Μόνο τα κύματα της θάλασσας το ξέρουν. Ο αέρας του βουνού, του φεγγαριού οι αχτίδες. Αυτά με γεύονται συχνά, αυτά σύρε και ρώτα..»

Οι απαγορευμένες επιθυμίες,
γινόντουσαν ερμητικές σκέψεις και σκέπαζαν ένα ανήμπορο σύμπαν...η θάλασσα φουρτούνιαζε ολοένα όταν θύμωνε με τα ανυπόταχτα θηλαστικά της και ο ουρανός...ω αυτός ο ουρανός, ο αβέβαιος, χάριζε τα μαλαματένια του χρώματα στους πιό άσημους ποιητές...γινόταν γέφυρα ο ουρανός, για να περπατούν χέρι-χέρι, όλες οι ευχές των γλυκοαίματων...να ανταμώνουν με τις γαλάζιες ερωμένες τους, ακόμα λίγο...και να γεννιούνται όλες οι ομορφιές του κόσμου, σε εκείνη την γέφυρα...
Η πικροκυματούσα, πρίν πολλά χρόνια ήταν παντρεμένη με τον ουρανό. Ο ένας ακολουθούσε τον άλλον και ταξίδευαν ολούθε...στην μαγεία ενός ακένωτου «σ’αγαπώ» και βημάτιζαν χρόνους πολλούς μαζί...στα δύσκολα, στα όμορφα, στα γαλανά και στα παράλογα...μα η έχθρα των ανθρώπων τους χώρισε. Και τα αερικά, ήταν ανίσχυρα, στο να κρατήσουν ενωμένο τον ουρανό με την θάλασσα...Την αιτία της έχθρας αυτής, ποτέ κανείς δεν την κατανόησε...ξόδεψαν ολάκερους αιώνες για να βρούν τι έφταιξε, τα αστέρια της βροχής...οι μάγοι της ζωής...οι σοφοί ενός άπλευστου υφήλιου...όλοι προσπάθησαν, μα η έχθρα μεγάλωνε όλο και περισσότερο...Η αιτία, ήξερε καλά που να κρυφτεί...ανάμεσα στα πλοκάμια της ζήλιας. Στα ανώγια της αμφιβολίας. Στα εμβρίθεια της αυτοκτονίας. Και οι άνθρωποι γινόντουσαν πολλοί. Όσο μεγάλωνε η ανθρώπινη απέχθεια, ο ουρανός απομακρυνόταν από την θάλασσα...τα σύννεφα ζάρωναν και τα κύματα ξερνούσαν τους κήπους ενός απτόητου Ποσειδώνα, στις ξέρες τις ντροπής...και η φύση μαράζωνε. Μαζί της, μαράζωναν και τα όνειρα που χόρευαν σαν σκιές...Πέθαιναν την μέρα και ζωντάνευαν το σούρουπο...και χόρευαν...ακόμα λίγο.
«...Ταξίδευα απόψε, μαζί με την μορφή σου, καλή μου...σε περιμένω...», της είπε το δελφίνι. Και το σύννεφο απάντησε ζωηρά, «Μακάρι, να μπορώ να σε ταξιδεύω...καλή αντάμωση!» και η νύχτα, αγκάλιασε την μέρα και το ταξίδι εγίνηκε η ανασεμιά του. Η φωνή της, ήταν ο αγέρας. Και τον ακολουθούσε, καθώς το θρόϊσμα των φύλλων αγκάλιαζε τις φεγγαρολουσμένες νεράιδες. Ήταν ο οίστρος του έρωτα, που έκανε το δελφίνι να δει με τα μάτια της ψυχής...Το σύννεφο, ένιωθε διαφορετικά το χάδι του ανέμου τώρα πιά...αγρίκαγε ήχους μαγεμένους, αυλούς να μουρμουρίζουν σε ένα διάβα απαράβλητο. Απρόσμενο. Έφτασε μια στιγμή...μια μικρούλα στιγμή. Ένα χάδι μόνο. Μια λέξη να ειπωθεί...κι έγινε η ματιά κεραυνός. Κι έγινε καταιγίδα. Άδραξε το νου και τον στροβίλισε στην απεραντοσύνη! Πλημμύρισε χρώματα η ψυχή και η αγκαλιά λουλούδια...και το φιλί...αχ!!! της γης οι χίλιες μυρωδιές...
…Ένας γλάρος, άπλωσε τις μεγάλες φτερούγες του και ο ίσκιος του περιπλανήθηκε στην ηρεμία της θάλασσας... Το δελφίνι, ακολούθησε γεμάτο χαρά τη ρότα του στην απεραντοσύνη... Είχαν περάσει μέρες, πέρασαν καταιγίδες... ώρες πολλές κι ο ουρανός μονάχος, να φιλοξενεί αστέρια σιωπηλά, φεγγάρια σκαλιστά κι η ματιά να αγναντεύει τον ορίζοντα. Η πρώιμη δροσούλα, θόλωσε τα μάτια των ανθρώπων. Και κάποιο ερηπωμένο «σ’αγαπώ» , κρύφτηκε στην νύχτα των ποιητών. Η θάλασσα έστισε καρτέρι στα φεγγάρια και τα τύλιξε η σκέψη ενός Θεού. Τα κύματα, χόρευαν νοερά και τα νυχτολούλουδα μάζευαν την μοναξιά, που λίγο πριν σκόρπισε κάποιος ποιητάρης...
Ο γλάρος, έσπευσε να χαμηλώσει το φτερούγισμα..Να αγγίξει την αλμύρα ενός ανύποπτου φόβου και να εξουσιάσει την μοναξιά του θανάτου...Το δελφίνι, εκνευρισμένο, φώναξε στο γλάρο.. «Πέτα λίγο πιό ψηλα. Με σκιάζει η λευκότητα της μέρας και τυφλώνει το βλέμμα που σκορπάς στα ατίθασα νερά μου...» Ο γλάρος, δίχως άλλο, πέταξε κοντά στο παιχνίδισμα της σκιάς και χάθηκε στο κάλεσμα μιας διψασμένης καρδιάς... «Το μεγάλο ταξίδι στα απάτητα βάθη ονειρευτήκαμε...Ταξίδι που δεν μπορείς να έρθεις...μα ούτε στον ουρανό μου...Έλα μικρό δελφίνι να σου γνωρίσω τους φύλακες της μουσικής μου...» είπε τρανταχτά ο γλάρος κι έπειτα άνοιξε η ουράνια πόρτα. Και χύμηξε ο έρωτας..Έτοιμος να την κατασπαράξει...Αντιστάθηκε για λίγο το σύννεφο...κι ήθελε τόσο να αφεθεί στην μεταξένια σιωπή του δελφινιού...Αγάπησε την αλήθεια του μα και το ψέμα του..τα μάτια του, ήταν και δικά της μάτια...μονοπάτια ενός έρωτα που προσπαθούσε να ζήσει...ακόμα λίγο...κι ύστερα χάθηκε, το σύννεφο, μαζί κι ο γλάρος...
Μια παράξενη σιωπή τύλιξε το δελφίνι και βρήκε απάγγειο στην αγκαλιά της θάλασσας. Τώρα πιά, δεν είχε δικαίωμα να αλλωνίζει στους κήπους του ουρανού...
...Πέρασαν χειμώνες...
... πέρασαν σιωπές...
... το δελφίνι ψάχνει το σύννεφο...
...και το σύννεφο ψάχνει την βροχή, για να λυτρωθεί...
...κι όλα στέκουν αντίκρυ να χαμογελούν στο ψέμα...
...στέκουν σιμά να παρακαλούν ένα νεύμα, ακόμη...
Τώρα πιά το δελφίνι, μονολογούσε, ελπίζοντας να ακούσει το σύννεφο και να έρθει... «Θέλω να πιώ τα δάκρυά σου...Να αγγίξω την ένοχη σιωπή σου...και δική μου σιωπή. Θέλω να κουρνιάσω στο πέπλο της φωνής σου και να αποκοιμηθώ εκεί...Θεε μου πόσες φορές σε λάτρεψα...Αφουγκράστηκα το γέλιο σου...εκείνο το γάργαρο γέλιο...ότι αγαπούσα στην ζωή μου, γινόταν ηλιαχτίδα και σκέπαζε τις μοναξιές μου...μια από αυτές, σκόνταψε σιμά σου...και σε ονειρεύεται...σε θέλει...αγάπη μου, σε θέλω...»
Ώρες και νύχτες ολάκερες μιλούσε το δελφίνι..Τα λόγια του άκουγε όλη η πλάση...μάταια...το σύννεφο της σιωπής, άφαντο στα αστέρια των ονείρων... «Έχεις κάτι από μένα...κι εγώ κάτι από σένα. Λίγο με φοβίζει, λίγο με ανακουφίζει....αλλά αυτό που αντιχεί στο νου μου τον βυθό, είναι εκείνο το καμπανάκι που φωνάζει «λάθος»...τι είναι το σωστό και τι το λάθος...μπερδεύομαι...»

Τα ταξίδια του νου και της ψυχής, είναι κιτάπια που τα κρύβει ο χρόνος...Σε ένα από αυτά, κρύβεται το σύννεφο και ταξιδεύει...
Tα ταξίδια ερήμωσαν...
Η άνοιξη, σκόρπισε την σκέψη...
Το σύννεφο, φώλιασε στην μέρα της σιωπής και περίμενε...ώσπου, από της θάλασσας την αγκαλιά ξεπρόβαλλε το δελφίνι...
«...η αγκαλιά σου, έχει το χρώμα της φωτιάς....φλέγεται ο λογισμός μου όταν βυθίζεται η σκέψη μου εκεί και κολυμπά στα διάχυτα νερά σου...και το φιλί σου, έχει γεύση μοναχική. Γεύση από βροχή. Βροχή που μαγεύει και δροσίζει όλα τα πλάσματα της φύσης. Χάθηκα στο φιλί σου...έμεινα εκεί αιώνες...σε ονειρεύτηκα ψυχή μου...» είπε το σύννεφο και βούτηξε με μιας στη γαλάζια απεραντοσύνη....
«Το πρόσωπο του καλοκαιριού, φωτίζει τις ιριδωτές ηλιαχτίδες των ματιών σου καλή μου...Μαζεύω ηρεμία και την σκορπώ στα αστέρια εκείνα, που φεγγοβολούν στης ψυχής τα μονοπάτια. Στέκουν εκεί και μου μιλούν, για σένα...Τα μεσημέρια δραπετεύουν σε μεταξένιους κόσμους...εκεί, όπου μικρές θεούλες κρύβονται ανάμεσα σε ατόφια όνειρα ξεχασμένων ποιητών...κι είναι καλά εκεί...Και οι μέρες περνούν στωικά, πέρα κείθε...στα κύματα της σιωπής...» είπε το δελφίνι.
Πέρασαν χειμώνες...
...πέρασαν σιωπές...
...το δελφίνι ταξιδεύει ολούθε...
...το σύννεφο κεντά μουσικές πεθαμένων καημών...
...και οι θύμησες κούρνιασαν στο χαμόγελο που εχάθη...
...Εκεί που η θάλασσα φίλησε την στεριά...
...εκεί που η άνοιξη υποδέχτηκε το καλοκαίρι...
«Πώς να πείς σε μια ουτοπία σ’αγαπώ?
Πώς να ζητήσεις από τον αέρα να είναι τρυφερός με τα δέντρα?
Πώς να πείς στην θάλασσα να μην χτυπιέται στα βράχια?
Πώς...?» Αυτά ψιθύριζε το δελφίνι, καθώς κοιτούσε τον ίσκιο του σύννεφου να χάνεται...



Θεοδώρα Κ.



Τρίτη, Μαΐου 09, 2006

Piece Of My Heart

janis joplin
Oh, come on, come on, come on, come on!
Didn't I make you feel like you were the only man —yeah! Didn't I give you nearly everything that a woman possibly can ? Honey, you know I did! And each time I tell myself that I, well I think I've had enough, But I'm gonna show you, baby, that a woman can be tough.
I want you to come on, come on, come on, come on and take it, Take it! Take another little piece of my heart now, baby! Oh, oh, break it! Break another little bit of my heart now, darling, yeah, yeah, yeah. Oh, oh, have a! Have another little piece of my heart now, baby, You know you got it if it makes you feel good, Oh, yes indeed.
You're out on the streets looking good, And baby deep down in your heart I guess you know that it ain't right, Never, never, never, never, never, never hear me when I cry at night, Babe, I cry all the time! And each time I tell myself that I, well I can't stand the pain, But when you hold me in your arms, I'll sing it once again.
I'll say come on, come on, come on, come on and take it! Take it! Take another little piece of my heart now, baby. Oh, oh, break it! Break another little bit of my heart now, darling, yeah, Oh, oh, have a! Have another little piece of my heart now, baby, You know you got it, child, if it makes you feel good.
I need you to come on, come on, come on, come on and take it, Take it! Take another little piece of my heart now, baby! oh, oh, break it! Break another little bit of my heart, now darling, yeah, c'mon now. oh, oh, have a Have another little piece of my heart now, baby. You know you got it —whoahhhhh!!
Take it! Take it! Take another little piece of my heart now, baby, Oh, oh, break it! Break another little bit of my heart, now darling, yeah, yeah, yeah, yeah, Oh, oh, have a Have another little piece of my heart now, baby, hey, You know you got it, child, if it makes you feel good.

Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

...η μαγεία απλώνεται σε όλο το σώμα...

κάποια μελαγχολία αποδιαβαίνει αλάργα και το χαμόγελο φωλιάζει
ακόμα λίγο...στο ρυθμό μιας ατέκμαρτης απογείωσης...
Ο ήλιος φιλάει το φεγγάρι και οι λίμνες εισχωρούν στις
πιό όμορφες θάλασσες...εκεί, όπου οι αγγέλοι ακροβατούν και
περιμένουν...την σιωπή της ανέγνωρης μορφής...
Ο χορός, υποτάσσει τα συναισθήματα της χαράς, σε μια απέραντη
ελευθερία... Την κεντά στις γαλάζιες αποχρώσεις της κίνησης...

nimbus

"..φεγγαράκι μου λαμπρό,

φέγγε μου να περπατώ,

να επιλέγω αυτό που αγαπώ..."

μου αρέσει αυτή η γειτονιά...
Παρ'όλο που το blog.gr βλέπω ότι επιτέλους αναστήθηκε, νομίζω ότι μάλλον θα παραμείνω εδώ...
Καλώς σας βρήκα, άγνωστοι φίλοι μου και συγχρόνως οι πιό γνωστοί...

nature boy

Nick Cave

I was just a boy when I sat downTo watch the news on TVI saw some ordinary slaughterI saw some routine atrocityMy father said, don't look awayYou got to be strong, you got to be bold, nowHe said, that in the end it is beautyThat is going to save the world, nowAnd she moves among the sparrowsAnd she floats upon the breezeShe moves among the flowersShe moves something deep inside of meI was walking around the flower show like a leperComing down with some kind of nervous hysteriaWhen I saw you standing there, green eyes, black hairUp against the pink and purple wisteriaYou said, hey, nature boy, are you looking at meWith some unrighteous intention?My knees went weak, I couldn't speak, I was having thoughtsThat were not in my best interests to mentionAnd she moves among the flowersAnd she floats upon the smokeShe moves among the shadowsShe moves me with just one little lookYou took me back to your placeAnd dressed me up in a deep sea diver's suitYou played the patriot, you raised the flagAnd I stood at full saluteLater on we smoked a pipe that struck me dumbAnd made it impossible to speakAs you closed in, in slow motion,Quoting Sappho, in the original GreekShe moves among the shadowsShe floats upon the breezeShe moves among the candlesAnd we moved through the days and through the yearsYears passed by, we were walking by the seaHalf deliriousYou smiled at me and said, BabeI think this thing is getting kind of seriousYou pointed at something and saidHave you ever seen such a beautiful thing?It was then that I broke downIt was then that you lifted me up againShe moves among the sparrowsAnd she walks across the seaShe moves among the flowersAnd she moves something deep inside of meShe moves among the sparrowsAnd she floats upon the breezeShe moves among the flowersAnd she moves right up close to me

Παρασκευή, Μαΐου 05, 2006

nimbus is coming

όλο γειτονιές αλλάζουμε...

το πέρα δώθε, εγίνηκε ρουτίνα...
Ουφ μπάφιασα!
Ας χαλαρώσουμε σε μια γωνιά, να πούμε κάποιο νέο...
Ας φτιάξω και μια καφεδιά...
Σας είπα?
Όχι δεν σας είπα...
Έχω πολλά νέα να σας πώ...
Δεν βαστάνε πολύ...θα παλιώσουν σύντομα...
Θέλω να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας, άγνωστοι φίλοι μου και...
συγχρόνως, οι ποιο γνωστοί...
έτσι απλά...
Να φτιάξω καφέ?
Πόσες ζάχαρι?

καλησπέρα...

Πέμπτη, Μαΐου 04, 2006

τρέχουν...

από τα μάτια ποίηση, σαν κοιτούν τον ήλιο να ανατέλλει...

nimbus

"σέρνεται η μελαγχολία, στης ταράτσας την καρδιά"

...η ματιά σκόνταψε σε κάποια φωτογραφία, του περασμένου αιώνα...Πόσο γρήγορα περνούν οι αιώνες...Στέκονται για λίγο κι ύστερα φεύγουν, για να ξανάρθουν κάποια άλλη φορά...Μαζί με τους αιώνες, καλπάζουν και οι ανθρώπινες ψυχές...Κοντοστέκονται σε κάποιο σταυροδρόμι οι ψυχές και κοιτούν αμέριμνα το βάθος του ουρανού...Εκεί, γεννιούνται καινούργιες ιδέες...στο σταυροδρόμι, της ψυχής.Κι ύστερα μένει το απόλυτο κενό, που άλλοι προσπερνούν κι άλλοι υποδίονται ότι δεν το είδαν...Ένα κενό είναι το σταυροδρόμι της ψυχής...Χτίζονται αυτούσια συναισθήματα, ή πεθαίνουν αποφάσεις...Ανοίγουν δρόμοι, ή κλείνουν αυλαίες, που άλλωτε καραδοκούσαν εσαεί...Τα μάτια του Μάιου, βάφτηκαν με το χρώμα της σιωπής...Και οι ταράτσες, κούρνιασαν στην μελαγχολία που ξέρει καλά να ντύνει τις αλήθειες...Αλήθειες και ψέματα γινήκανε όλα...Και η πόλη, καμάρωνε στην φωτογραφία εκείνη, του περασμένου αιώνα...

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

παντού βιβλία...

... ανάμεσα στα βιβλία λέξεις...
... αιωρούνται...
...κρυφά αγαπιούνται...
... λέξεις στον δρόμο...
...λέξεις στο μυαλό...
...ανάμεσα στις λέξεις, βιβλία...
...ψάχνουν να κουρνιάσουν, σε κάποια αείμνηστη, σιωπηλή, της ψυχής, σοφία...


nimbus

Song of the Dispossessed

Dead Can Dance

The river is deep and the road is longDaylight comes and I want to go homeAwoke this morningTo find my people's tongues were tiedAnd in my dreamsThey were given books to poison their mindsThe river is deep and the mountain highHow long before the other sideWe are their mortarTheir building bricks and their clayTheir gold teeth mirrorBoth our joys and our painThe river is deep and the ocean wideWho will teach us how to read the signsThe earth is our motherShe taught us to embrace the lightNow the lord is masterShe suffers an eternal nightYou blocked up my earsYou plucked out my eyesYou cut out my tongueYou fed me with liesOh lordOh lordOh lordOh lord